κουτοφέρνω

κουτοφέρνω
είμαι κάπως κουτός, κλίνω προς την κουταμάρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κουτός + φέρνω (πρβλ. χαζο-φέρνω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κουτοφέρνω — είμαι λίγο κουτός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αγαθοφέρνω — κουτοφέρνω: Είχαν καταλάβει πως αγαθόφερνε και τον εκμεταλλεύονταν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αγαθεύω — [αγαθός] φαίνομαι ή γίνομαι ανόητος, αφελής, αγαθοφέρνω, κουτοφέρνω …   Dictionary of Greek

  • αγαθοφέρνω — φαίνομαι ανόητος, ή φέρομαι σαν ανόητος, κουτοφέρνω …   Dictionary of Greek

  • αλαφροφέρνω — είμαι λίγο ανόητος, κουτοφέρνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλαφρο * + φέρνω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”